Αργούν οι νύχτες· και ποιος ποιητής να βρεθεί τώρα πια να ρυμουλκήσει λεπτοδείκτες; αν τους ανακαλύψει βέβαια πρώτα. Τους έκλεψαν μια νύχτα με πανσέληνο κάποιοι περιπλανώμενοι ιππότες από κάποιο ξεχασμένο παραμύθι. Μες την αοριστία τους παράτησαν τα όπλα δίπλα στον σκοτωμένο δράκο κι έμειναν έτσι άοπλοι ν’ αντιμετωπίσουν τη στρατιά των χαμένων ονομάτων.
Οι δείκτες τελικά αποδείχτηκαν ικανότατοι ηθοποιοί, αν και οι λόγχες μετά από κάθε χτύπημα μεταμορφώνονταν σε χέρια μακριά και χοντρά, σαν κλαδιά γέρικου δέντρου που ο χρόνος τού έμαθε να φτιάχνει κύκλους και ν’ αγκαλιάζει τα ματωμένα πέταλα απ’ τα τρυπημένα τριαντάφυλλα.
Αυτά όμως συνέβαιναν σε μιαν άλλη ζωή, τότε που τ’ αστέρια χαμήλωναν για να ρίξουν φως σε πλανεμένες σκιές και να παρηγορήσουν λυπημένους πρίγκιπες, τότε που στα λιβάδια του Μορφέα περιδιάβαιναν γαλάζια καράβια με τ’ αμπάρια γεμάτα μυστικές συνομιλίες φτερωτών συμβόλων του απείρου – αγγέλων ή δαιμόνων; αδιάφορο.
Τώρα το πηγάδι των ονείρων στέρεψε κι έτσι οι νυχτερίδες έπαψαν το τραγούδι τους κι έτρεξαν να κρυφτούν στις απύθμενες ρωγμές που άνοιξε η βροχή πέρσι το καλοκαίρι. Μόνο η φωτιά που δεν αλλάζει μένει να θυμάται τις στάχτες που άφησαν στο διάβα τους, αλλά πώς να πολεμήσει τους λωτούς, τόσο λευκούς και τόσο διάφανους, και ο Δυσσέας δεν γύρισε ακόμα για να πει το μυστικό.
Και η πληγή πάντα θ’ ανοίγει όταν θα χαμηλώνουν τ’ άστρα...
-Ανδρονίκη Μαστοράκη-
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment